περιχαράζω

περιχαράζω
Ν
βλ. περιχαράσσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιχαράσσω — ΝΜΑ και περιχαράζω Ν και περιχαράττω Α 1. χαράζω, σημειώνω γραμμή ή σκάβω λάκκο ή τάφρο γύρω από κάτι 2. χαράζω, ορίζω τα όρια, τα σύνορα μσν. μέσ. περιχαράσσομαι (για την αυγή) αρχίζω να φαίνομαι, αρχίζω να χαράζω αρχ. 1. ιατρ. περικόπτω τα ούλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”